- ρύση
- η / ῥύσις, -εως, ΝΜΑ, και ῥύησις Μ, και δωρ. τ. ῥύτις και ιων. τ. γεν. ῥύσιος, Αη ρεύση, η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.)νεοελλ.φρ. «έμμηνη ρύση»ιατρ. η εμμηνόροια, η περίοδος τών γυναικώναρχ.1. η εκροή τού λαδιού και τής φωτιάς2. (για τις τρίχες) μάδημα3. σπερματόρροια4. ρους ποταμού («ὁ ποταμὸς ποιεῑται τὴν ῥύσιν ὡς ἐπὶ μεσημβρίαν», Πολ.)5. μαθημ. γραμμή, τροχιά6. (κατά τον Ησύχ.) «φιάλη χρυσῆ, καὶ πύλινόν τι σταθμίον»7. μτφ. έκλυτος βίος, ακολασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥύσις έχει σχηματιστεί από την μηδενισμένη βαθμίδα ρυF- τού ῥέω* (πρβλ. ῥυ-τός) με κατάλ. -σις και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. struti].
Dictionary of Greek. 2013.